κτιστικά

κτιστικά
τα расходы на закладку стен

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κτιστικά" в других словарях:

  • κτιστικά — τα βλ. κτιστικός …   Dictionary of Greek

  • χτιστικά — τα, Ν τα κτιστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτιστικά, με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού κ στο διαρκές χ (πρβλ. κτίζω: χτίζω)] …   Dictionary of Greek

  • κτιστικός — ή, ό (AM κτιστικός, ή, όν) [κτίστης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτίση ή στο κτίσιμο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κτιστικά η αμοιβή τού κτίστη, τα εργολαβικά τών κτιστών, οι συνολικές δαπάνες για το κτίσιμο μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»